- χαραδρεών
- χᾰραδρ-εών, ῶνος, ὁ,A ground broken up by gullies, Hdn. Epim.199.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαραδρεών — ground broken up by gullies masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραδρεών — ῶνος, ὁ, Α τόπος τού οποίου η εδαφική συνέχεια διακόπτεται από τη ροή πολλών ορμητικών χειμάρρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαράδρα + επίθημα εών (πρβλ. καλαμ εών)] … Dictionary of Greek
χαραδρεῶνας — χαραδρεών ground broken up by gullies masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραδρεῶνος — χαραδρεών ground broken up by gullies masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)